- κοιλοφθαλμος
- κοιλόφθαλμοςκοιλ-όφθαλμος2имеющий впалые глаза Xen., Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοιλόφθαλμος — κοιλόφθαλμος, ον (Α) αυτός που έχει κοίλα, βαθουλωτά, μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ὀφθαλμός (πρβλ. εξ όφθαλμος, λυκ όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
κοιλόφθαλμος — hollow eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλόφθαλμον — κοιλόφθαλμος hollow eyed masc/fem acc sg κοιλόφθαλμος hollow eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοφθάλμου — κοιλόφθαλμος hollow eyed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοφθάλμους — κοιλόφθαλμος hollow eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλόφθαλμοι — κοιλόφθαλμος hollow eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοφθαλμιώ — κοιλοφθαλμιῶ, άω (Α) [κοιλόφθαλμος] έχω κοίλα, βαθουλωτά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλόφθαλμος (αντί κοιλοφθαλμώ) με επίδραση άλλων ρηματικών συνθέτων τού οφθαλμός (πρβλ. εποφθαλμιώ, ψωροφθαλμιώ)] … Dictionary of Greek
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
κοιλοφθαλμία — κοιλοφθαλμία, ἡ (Α) [κοιλόφθαλμος] το να έχει κάποιος κοίλα, βαθουλωτά μάτια … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek